Άρθρο του Γιάννη Τσιόπα, Σχολικού Συμβούλου Φυσικής Αγωγής Ν. Λέσβου
4 Iουλίου 2004, πριν δώδεκα χρόνια γραφόταν η πιο χρυσή σελίδα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η Εθνική Ελλάδος κόντρα σε όλα τα προγνωστικά κατάφερε να κατακτήσει το Euro, σοκάροντας όλο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Ακόμη και η πιο πλούσια γλώσσα στον κόσμο, η ελληνική, δεν μπορούσε να περιγράψει τον μοναδικό άθλο της εθνικής ομάδας στα γήπεδα της Πορτογαλίας το καλοκαίρι του 2004. Αξέχαστος, απερίγραπτος, μοναδικός, ανεπανάληπτος, ‘ο θεός είναι Έλληνας’, είναι μερικές από τις λέξεις-φράσεις που μπορούν να χαρακτηρίσουν τον άθλο της εθνικής ομάδας στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Ένας μήνας απόλυτης παράνοιας που ολοκληρώθηκε με τον μεγάλο τελικό απέναντι στην Πορτογαλία
Αύγουστος 2004, εκείνο το καλοκαίρι η Ελλάδα ήταν μια εντελώς διαφορετική χώρα εν αναμονή επίσης της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Η λέξη κρίση ακουγόταν εξωτική, το ευρώ φάνταζε ως το όχημά μας προς την «αέναη ανάπτυξη», με τον Ελληνισμό να προσδοκά να κεφαλαιοποιήσει το καλύτερο δυνατό μετά τις επιτυχίες του αδιανόητου από τον χώρο του αθλητισμού. Σε μια χώρα που διαφαινόταν οι πολίτες να έχουν βρει τον βηματισμό τους, ‘παραμυθιασμένοι’ φυσικά μέσα από μια ψευδεπίγραφη ευμάρεια.
Έτσι έζησα την πορεία προς τον θρίαμβο…….
Μετά την μεγάλη νίκη στα προημιτελικά με Γαλλία που παρακολούθησα σε καφέ της Λάρισας, πολλοί στο τέλος αναφώνησαν: «μπράβο τα παιδιά, μεγάλη επιτυχία, πολλά κατάφεραν, τώρα όμως με την Τσεχία πάμε για τεσσάρα». Εκεί η τύχη με έφερε την πρόσκληση μέλους της Εθνικής ομάδος, για τον ημιτελικό με την Τσεχία στο Πόρτο. Δύσκολο ταξίδι προμήνυαν οι περισσότεροι, λίγοι πιστεύανε στην συνέχεια του ΄θαύματος’, απογοητευτική μάλλον και η επιστροφή αντιμετωπίζοντας την πολύ καλή ομάδα του άτυχου Νέντβεντ. Δεν το πολυσκέφτηκα και την Πέμπτη βράδυ 1η Ιουλίου ήμουνα στο Στάδιο «Ντραγκάο».
Με την καταπληκτική Τσεχία όλα έμοιαζαν να τελειώνουν σύμφωνα με τα λεγόμενα των ‘ειδικών’. Όλο το γήπεδο όμως έβλεπε, το σύμπαν να συνωμοτεί για να περάσουμε στον τελικό. Κάναμε το σταυρό μας κάθε φορά που έκαναν επίθεση. Αξέχαστη για εμένα τον ‘μπασκετικό’, η άμυνα over play του Καψή στον υψηλόσωμο Κόλερ. Στο 105΄ μόλις επέστρεφα από το κυλικείο του σταδίου με δύο μπύρες (free alcohol) στα χέρια, δεν πρόλαβα να δρασκελίσω τα σκαλοπάτια. Μόλις πρόλαβα να δω την κεφαλιά του ‘Κολοσσού΄ Δέλλα. Έφτασα στα πρώτα διαζώματα με τις μπύρες να εκσφενδονίζονται. Ήμασταν στον τελικό αντιμέτωποι με την διοργανώτρια Πορτογαλία και τους Τσέχους αποσβολωμένους στα 4 σημεία του γηπέδου να μην πιστεύουν σε ότι συνέβη. Όχι δεν πήγαμε να τους παρηγορήσουμε, ακόμη το fair play δεν είχε φτάσει σε τόσο υψηλά επίπεδα.
Το βράδυ στο όμορφο λιμάνι του Πόρτο, την πόλη με τα χίλια χρώματα και το ορμητήριο των μεγάλων θαλασσοπόρων (Βάσκο ντα Γκάμα, Βαρθολομαίος Ντιάζ και Μαγγελάνος), πανηγυρίζαμε πίνοντας φτηνή μπύρα με 0.90 ευρώ.
…….και τον Ποδοσφαιρικό Πολιτισμό
Την άλλη μέρα οδικώς μετακινηθήκαμε στη Λισσαβόνα, όπου βρήκαμε μια πόλη σημαιοστολισμένη, με την κοκκινοπράσινη στα μπαλκόνια, αυτοκίνητα, λεωφορεία, λέγοντας στην παρέα μου: «να είναι τόσο εθνικιστές οι Πορτογάλοι, δεν μου φαίνονται, τι έχει να γίνει μετά τον τελικό, πρέπει να πάμε να κρυφτούμε..!» Όλη η χώρα περίμενε την μεγάλη γιορτή. Στο στάδιο Ντα Λούζ όλοι μια παρέα, μια αγκαλιά με τους Πορτογάλους. Ο ποδοσφαιρικός πολιτισμός σε όλο του το μεγαλείο!
Ο Χαριστέας όμως είχε άλλη γνώμη και χάλασε τα σχέδια των διοργανωτών, οι οποίοι αποσβολωμένοι και δακρυσμένοι μείνανε όλοι στις θέσεις τους να χειροκροτάνε την ομάδα τους και την Εθνική μας. Δεχθήκαμε το χειροκρότημα και τα συγχαρητήρια (άπειρα congratulations) τόσο μέσα στο γήπεδο όσο και έξω από αυτό. Διασχίζοντας μετά τον αγώνα την κεντρική λεωφόρο Ελευθερίας, χιλιάδες Πορτογάλοι περνούσαν και μας επευφημούσαν ζητώντας να ανταλλάξουμε κασκόλ. Εκεί ειπωθήκανε, από τους σποραδικούς Έλληνες φιλάθλους που κατηφορίζαμε, οι χαρακτηριστικές ατάκες, «μα καλά μήπως δεν έχουν καταλάβει ότι χάσανε, γιατί πανηγυρίζουνε?» ή το οπαδικό-χουλιγκάνικο ερώτημα από μέλος ελληνικής θύρας, «μα καλά, είναι δυνατόν, δεν θα βρεθεί ούτε ένας να μας κάνει μια άσεμνη χειρονομία, να γίνει λίγο ΄τζέρτζελος΄, λίγο τσαμπουκάς!!» Και όμως δεν βρέθηκε ούτε ένας. Απεναντίας από την πλευρά μας στο αεροδρόμιο ξεδιπλώθηκε με δόση ειρωνικού χιούμορ το πανό, με τον τίτλο «the client list», όπου απεικόνιζε τους «πελάτες μας» Φίγκο, Ζιντάν, Νεντβεντ.
Εκείνη τη στιγμή βρέθηκα στο δίλλημα να διαλέξω, να είμαι στο πολυτελές ξενοδοχείο πανηγυρίζοντας με τους μεγάλους πρωταγωνιστές (παίκτες, προπονητές) ανοίγοντας σαμπάνιες ή να ζήσω την μεγάλη γιορτή που διαδραματίζονταν στις κεντρικές πλατείες της Λισαβόνας με το απλό φίλαθλο. Διάλεξα το δεύτερο και ποτέ δεν το μετάνιωσα γιατί είναι σίγουρο πως κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να ξαναζήσω.
Για να είμαι ειλικρινής, όχι ότι δε χάρηκα που σηκώσαμε το… τιμημένο, αλλά περισσότερο απόλαυσα το ποδoσφαιρικό κλίμα χωρίς ακρότητες και εμετικά συνθήματα και τον αθλητικό πολιτισμό που διδάξανε οι απλοί συμπαθέστατοι φίλαθλοι Πορτογάλοι, στους απόγονους αυτών που εμπνεύστηκαν τον Ολυμπισμό και το «ευ αγωνίζεσθε».
Μελαγχολώ γιατί στην εναπομείνασα εκπαιδευτική μου θητεία ίσως δεν καταφέρω από τη θέση του δασκάλου να δω μεγάλη μερίδα ενήλικων φιλάθλων να υιοθετεί θετικές συμπεριφορές που το Ελληνικό σχολείο (αλλά και η πλειοψηφία των ακαδημιών αθλητικών συλλόγων) τα τελευταία χρόνια μάχεται να καθιερώσει (αθλητικές σχολικές γιορτές, αξία στη συμμετοχή και αποδοχή του συνόλου θετικών συμπεριφορών-fair play σε όλους τους αγώνες μικρών κατηγοριών).
Και αυτό εξηγείται γιατί είναι τόσο δυνατή η επιβολή ως «προτύπου», της αρρωστημένης κατεστημένης νοοτροπίας των ‘σημαντικών άλλων’ παραγόντων του ποδοσφαιρικού κόσμου της χώρας μας αλλά και του κοινωνικοπολιτικού περίγυρου, ώστε ασυνείδητα να μιμείται και να αυτοματοποιείται από τον ανυποψίαστο μαθητή μας και μετέπειτα ενήλικα («Θεωρία της κοινωνικής μάθησης», Albert Bandura, 1973).
Εν κατακλείδι, εκείνο το κύπελλο σίγουρα δεν βελτίωσε την κοινωνία και το ποδόσφαιρό μας (σε αντίθεση με ότι συνέβη το 1987 με το μπάσκετ), απεναντίας η πορεία ήταν αντίθετη. Ας αναλογιστούμε σήμερα, μέσα από τον ορυμαγδό των δραματικών εξελίξεων που βιώνει η χώρα μας, τις μοναδικές ευκαιρίες που χάθηκαν και θα μπορούσε να γίνει η απαρχή για καθιέρωση θετικών συμπεριφορών και νοοτροπιών τόσο στο αθλητικό όσο και στο κοινωνικοπολιτικό ‘γίγνεσθαι’ και που προάγονται μόνο από την ιδέα του Ολυμπισμού και Αθλητισμού (της ευγενούς άμιλλας, της συμμετοχής και προσπάθειας με κανόνες, της ισότητας και αξιοκρατίας, της αλληλεγγύης και ομαδοσυνεργατικότητας των μελών της ομάδας).
.